Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας αποφάνθηκε ότι ο βασικός μισθός των δημοσίων υπαλλήλων που κυμαίνεται από τα 780 ευρώ έως και 1.092 ευρώ, ακόμη και μετά την κατάργηση των τριών επίμαχων επιδομάτων, εξασφαλίζει «αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, τόσο σε σχέση με όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας όσο και με όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα με τον κατώτατο βασικό μισθό και ημερομίσθιο» και η περικοπή του 13ου και 14ου μισθού ήταν αναγκαία σύμφωνα με τα δημοσιονομικά δεδομένα.
Από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου κατά πλειοψηφία και αφού αντικαταστάθηκαν εισηγητές και τακτικά μέλη της σύνθεσης του δικαστηρίου με αναπληρωματικά μέλη (με δικαίωμα ψήφου), αναστράφηκαν κατά 180 μοίρες οι θετικές για τους δημοσίους υπαλλήλους αποφάσεις της επταμελούς σύνθεσης του ΣΤ΄ Τμήματος του ΣτΕ, που είχαν κρίνει αντισυνταγματικές τις περικοπές των τριών επιδομάτων-δώρων, που έγιναν με το νόμο 4093/2012.
Υπενθυμίζεται ότι το ΣΤ΄ Τμήμα του ΣτΕ είχε κρίνει ότι η κατάργηση των δώρων-επιδομάτων αντίκεινται στα άρθρα 25 και 4 του Συντάγματος και τις απορρέουσες από αυτά αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.
Τώρα η Ολομέλεια του ΣτΕ (πρόεδρος η Αικατερίνη Σακελλαροπούλου και εισηγητές οι σύμβουλοι Επικρατείας, Ελένη Παπαδημητρίου και Ιωάννης Σπερελάκης (αρχικά εισηγήτρια ήταν η Κωνσταντίνα Φιλοπούλου) με μια σειρά αποφάσεων της (1307-1316/2019) έκρινε κατά πλειοψηφία (μειοψήφησαν 2 αντιπρόεδροι και 4 σύμβουλοι Επικρατείας), μεταξύ των άλλων, ότι η κατάργηση των τριών επιδομάτων, «τεκμηριώνεται επαρκώς» και δεν παρίσταται απρόσφορο μέτρο, και μάλιστα προδήλως, για «την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ήταν αναγκαίο, δεδομένου ότι με αυτό το μέτρο, το οποίο εφαρμόζεται γενικά σε όλους τους μισθωτούς του δημόσιου τομέα, γίνεται προσπάθεια εξοικονόμησης και περιορισμού των διογκωμένων δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης, η οποία υπαγορεύεται από επιταγές της Ε.Ε. για μείωση του υπερβολικού δημοσίου ελλείμματος».
Περαιτέρω, συνεχίζει η Ολομέλεια του ΣτΕ, «κατά τη λήψη του επίμαχου μέτρου», ο νομοθέτης «είχε πλήρη επίγνωση όχι μόνο του εν γένει επιπέδου διαβίωσης του πληθυσμού της χώρας, αλλά και ειδικά του επιπέδου διαβίωσης των δημοσίων υπαλλήλων”.