Κυριακή, 24 Δεκεμβρίου 2017 14:34

Αερομαχία στη νήσο Πρώτη των Γαργαλιάνων το 1941 (1η συνέχεια)

Αερομαχία στη νήσο Πρώτη των Γαργαλιάνων το 1941 (1η συνέχεια)

Του Θεόδωρου Σινάνη
Το ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΣΤΟΥΚΑΣ στο χωράφι του Παπαγεωργίου αραγμένο. Που να’ ξερε τι το περιμένει.
Ξένο χωράφι διάλεξε, κακό του κεφαλιού του…

Μετά από 5-6 μέρες ήρθανε καμιά δωδεκαριά Γερμανοί με δύο φορτηγά για να πάρουν τον οπλισμό. Πρώτα έβγαλαν τον επικρουστήρα της βόμβας (250άρα είπαν πως ήταν) και επί πολύ ώρα έριχναν με τον οπλισμό και τα πυρομαχικά. Ντουφέκιζαν τη θάλασσα, ριπές η μια μετά την άλλη.

Οι μόνες ντουφεκιές που δεν έπεφταν επάνω σε κορμιά ανθρώπων. Σήμερα στον ίδιο σχεδόν τόπο, στο COSTA NAVARINO, κάτι Σαββατόβραδα πέφτει τουφεκίδι, αλλά για γάμους ή βαπτίσεις.

Μετά το τουφεκίδι ήλθαν στα δύο κολλητά σταφιδοσπιτάκια, τα Σινανέικα, για να φάνε –να περιδρομιάσουνε, που έλεγε η γιαγιά Ελένη ή Γρηγόραινα. Έδιναν στις γυναίκες εφόδια και τις διέταζαν να τα μαγειρέψουν. Ήρθαν και ζήτησαν τραπεζαρία κάτω από τις δυο μαυροσυκιές μας. Έβαλαν φωτιά οι γυναίκες στα δυο φογώνια (ήταν δύο θέσεις πλάι-πλάι και για να στηρίζεται η κατσαρόλα ή η πήλινη παδέλα είχαν στεφάνια από βαρέλια). Ήρθαν εκεί στους πεινασμένους να κάνουν μάθημα πως να τρώγουν, όταν αλλάξουνε τα πράγματα κι έχουμε κι εμείς φαΐ. Άρχισαν τα τσιμπολογήματα πριν γίνει το φαγητό τους, αυτοί και τα σκυλιά μας, που είχαμε 4-5.

Γύρω–γύρω εμείς τα οκτώ πεινασμένα παιδιά 6 έως 12 ετών και η θεία Ελένη πιο πέρα σ΄ ένα σκαμνί καθισμένη γρύλιζε συνέχεια όπως το σκυλί του νοικοκύρη όταν έρχεται ξένος και εμποδίζεται να γαυγίσει. Έτσι μουρμουρογρύλιζε η γιαγιά. Κι όταν ερχόταν το φαγητό τους έδιναν «ρεσιτάλ ανθρωπιάς» χαχανίζοντας. Κρατούσαν επιδεικτικά το ψωμί ψηλά και τα πεινασμένα τετράποδα σκυλιά μας πήδαγαν για να τα αρπάξουν. Και αυτοί γελούσαν και διασκέδαζαν με την πείνα μας. Ένα απ΄ αυτά τα πεινασμένα παιδιά ήμουν και γω. Αισθάνομαι ακόμα την αγωνία του πεινασμένου να μετράω τις μπουκιές τους. Μασουλάγανε οι «παλικαράδες» μπροστά στα πεινασμένα παιδιά, στα άοπλα ελληνόπουλα. Με τα σκυλιά μας διασκέδαζαν τα δίποδα φασιστόμουτρα και αυτοί όλο και πετούσαν πιο ψηλά τα τρόφιμα και χαχάνιζαν με το σάλτο τους. Σε κάθε πέταγμα ψηλά τους φώναζαν ΕΝ, ΕΝ, ΕΝ που εμένα μου θύμιζε τα ΕΣ-ΕΣ.

Ούτε μια μπουκιά στα παιδιά ρεεεεεεέ;

Σήμερα που τα σκέφτομαι λέγω πως δεν ήταν μαρτύριο αυτό μπροστά σε όλα αυτά τα εγκλήματα που έκαναν. Αυτοί ξεκλήρισαν, έκαψαν χωριά ολόκληρα της πατρίδας μας, χιλιάδες Έλληνες πέσανε στο χώμα από τις σφαίρες τους.

Από εμάς φύγανε, με «μαέστρο» τη γιαγιά μου, να φωνάζει «στα τσακίδια, ξεκουμπιστείτε» και εμείς τα παιδιά σαν χορός στις τραγωδίες κάνοντας μαζί με την γιαγιά τις ίδιες ευχές «στα τσακίδια, γκρεμιστείτε, ξεκουμπιστείτε». Αυτοί έφυγαν λοιπόν, όμως το ΣΤΟΥΚΑΣ έμεινε με τη μη οπλισμένη πια βόμβα να καμαρώνει στο χωράφι του μπάρμπα Γιώργη...

Η συνέχεια στο επόμενο σημείωμα για την τύχη της βόμβας, του αεροπλάνου αλλά και των γειτόνων.

 

Συνεχίζεται…