Το μεγάλο ερώτημα, το οποίο είχε αρχίσει να συζητείται πριν από τις Ευρωεκλογές, πώς δηλαδή θα ηττηθεί ο κ. Μητσοτάκης, αν και ελάχιστα απασχόλησε τα αντιπολιτευόμενα κόμματα κατά την προεκλογική περίοδο, απαντήθηκε από τους ψηφοφόρους. Ο πρωθυπουργός και το κόμμα του δεν μπορούν να χάσουν από κανένα από τα υπάρχοντα κόμματα της κεντροαριστεράς. Η πολυδιάσπαση του χώρου, η απουσία ενός ηγέτη που θα μπορέσει να εμπνεύσει και να συσπειρώσει, οι προσωπικές φιλοδοξίες, οι ανταγωνισμοί και τα χτυπήματα κάτω από τη μέση μόνο τον κ. Μητσοτάκη ευνοούν. Είναι χαρακτηριστικό ότι τη μεγάλη φθορά της Ν.Δ. δεν την εισέπραξε ούτε η αριστερά, ούτε η κεντροαριστερά, αλλά τα κόμματα δεξιότερα της Ν.Δ., κάποια από τα οποία είναι καθαρά ακροδεξιά.
Οι πολίτες, λοιπόν, που στήριξαν τις δυνάμεις της κεντροαριστεράς έδειξαν τον δρόμο με τις επιλογές τους. Είναι ξεκάθαρο πια ότι μόνο μια σύγκλιση των κομμάτων του κεντροαριστερού χώρου πάνω σε ένα εναλλακτικό, ρεαλιστικό, γειωμένο στην κοινωνία και συμφωνημένο με τα κινήματα των πολιτών, φιλολαϊκό, προοδευτικό και μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα μπορεί να αποτελέσει την πρώτη προϋπόθεση για να ηττηθεί η ηγεμονία της Ν.Δ. Είναι ολοφάνερο και ιστορικά καταγεγραμμένο (ΠΑΣΟΚ 1981, ΣΥΡΙΖΑ 2015) πως όταν η κεντροαριστερά και η αριστερά έγινε ευρύχωρη, άνοιξε και μετατράπηκε σε παράταξη, κατάφερε να νικήσει. Στο πλαίσιο αυτό, η πρόταση που κατέθεσαν τα μέλη της Π.Γ. του ΣΥΡΙΖΑ κ.κ. Αντώνης Κοτσακάς και Διονύσης Τεμπονέρας για τη σύμπλευση των κινήσεων και των πολιτικών σχηματισμών της κεντροαριστεράς και για τη δημιουργία ενός κοινού συντονιστικού παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον. Άποψή μου είναι ότι πρέπει να συζητηθεί σοβαρά από τα κόμματα στα οποία απευθύνεται και να μην απορριφθεί βιαστικά, όπως ήδη έγινε από τον κ. Κασσελάκη. Από όσο θυμάμαι, τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η Νέα Αριστερά προγραμματίζουν συνέδρια το επόμενο διάστημα, ενώ και στο ΠΑΣΟΚ έχουν ήδη αρχίσει διεργασίες, οι οποίες, πιθανώς, να οδηγήσουν και σε αλλαγή αρχηγού. Είναι, επομένως, μια χρυσή ευκαιρία να συζητηθεί, να εμπλουτιστεί και να ολοκληρωθεί αυτή η πρόταση για τη συμπόρευση των κεντροαριστερών κομμάτων.
Βεβαίως, ο δρόμος για τη σύγκλιση δεν είναι στρωμένος με τριαντάφυλλα. Υπάρχουν πολλά και σοβαρά ζητήματα, τεράστιες δυσκολίες, εμπόδια που φαντάζουν ανυπέρβλητα. Καχυποψίες που χρειάζεται να ξεπεραστούν και φιλοδοξίες που είναι ανάγκη να μπουν στο περιθώριο, για να προχωρήσει αυτή η συνεργασία. Το μεγαλύτερο πρόβλημα φαίνεται ότι είναι οι κ.κ. Κασσελάκης και Ανδρουλάκης και τα επιτελεία τους, οι οποίοι ονειρεύονται το ανέφικτο: να κυριαρχήσει το κόμμα τους στην κεντροαριστερά και οι ίδιοι να γίνουν πρωθυπουργοί. Παρόλα αυτά, τα κόμματα έχουν εσωτερικές διαδικασίες και όργανα που μπορούν να επιβάλλουν τη συμπόρευση.
Συνοψίζοντας, αν πραγματικά οι δυνάμεις της κεντροαριστεράς έχουν ως στόχο την ευημερία της χώρας, την πρόοδο του ελληνικού λαού, την ανακούφιση της κοινωνίας, αν ουσιαστικά ενδιαφέρονται να απαλλαγεί ο τόπος από μια κάκιστη κυβέρνηση της ακρίβειας, των αντιδημοκρατικών πρακτικών, των παρακολουθήσεων, από μια επικίνδυνη κυβέρνηση που επιχειρεί να κουκουλώσει το έγκλημα στα Τέμπη, να ελέγξει τη Δικαιοσύνη και τα ΜΜΕ, από έναν πρωθυπουργό, ο οποίος είναι το πιο υπάκουο παιδί στα σχέδια των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή, τότε ο δρόμος που ανοίγεται με την πρόταση των κ.κ. Κοτσακά και Τεμπονέρα είναι μονόδρομος. Έχουν την ωριμότητα τα κόμματα της κεντροαριστεράς να τον διαβούν; Έχουν την ικανότητα να ακολουθήσουν το παράδειγμα των αντίστοιχων δυνάμεων της Γαλλίας, οι οποίες συγκρότησαν το «Λαϊκό Μέτωπο» ενόψει των εθνικών εκλογών που θα γίνουν στις 30 Ιουνίου; Οι καιροί ου μενετοί.
*Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης είναι εκπαιδευτικός στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας.