Συγκεκριμένα η ερώτηση του βουλευτή Μεσσηνίας έχει ως εξής:
“Η εθνική ανάγκη για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού έχει οδηγήσει στην επιβολή απαραίτητων μεν, αλλά ιδιαίτερα αυστηρών μέτρων δε, που δυστυχώς προκαλούν πολλαπλά προβλήματα και δυσλειτουργίες στην οικονομική ζωή ολόκληρης της χώρας. Μέρα με την ημέρα γίνεται φανερό ότι όλοι οι τομείς της οικονομίας πλήττονται άμεσα ή έμμεσα και καμιά παραγωγική, εμπορική, αγροτική, κτηνοτροφική, βιομηχανική ή άλλη δραστηριότητα δεν μένει ανεπηρέαστη από τη γενικευμένη μείωση της ζήτησης που προκαλούν τα μέτρα κοινωνικού αποκλεισμού για την προστασία της δημόσιας υγείας.
Ειδικά όσον αφορά στον πρωτογενή τομέα, είναι γεγονός ότι χιλιάδες αγρότες, κτηνοτρόφοι, καλλιεργητές και παραγωγοί βρίσκονται αντιμέτωποι με σημαντικές οικονομικές ζημιές που οφείλονται στις μειωμένες πλέον ανάγκες της αγοράς. Το φαινόμενο αυτό γίνεται ακόμα πιο εμφανές αν ληφθεί υπόψη ότι το προηγούμενο διάστημα η συντριπτική πλειοψηφία των παραγωγών, ακολουθώντας τον φυσιολογικό και συνηθισμένο προγραμματισμό του έτους τους, είχε προχωρήσει στις σχετικές δαπάνες και επενδύσεις, προκειμένου να μπορέσει να ανταποκριθεί στην αγοραστική ζήτηση των ημερών λόγω Πάσχα, η οποία όμως πλέον δεν υφίσταται. Ταυτόχρονα, η υπερπροσφορά αγαθών οδηγεί σε περαιτέρω μείωση των τιμών, ενώ τα επιπλέον κόστη που απαιτούνται για τη διαχείριση ζώων και χωραφιών εντείνουν την οικονομική αβεβαιότητα για έναν μεγάλο και σημαντικό τομέα της οικονομίας της χώρας.
Επιπλέον το πρόβλημα γίνεται εντονότερο, δεδομένου ότι ο πρωτογενής προέρχεται από ιδιαίτερα βεβαρημένες χρονιές με σωρευτικά μεγάλες επιβαρύνσεις και ζημιές. Πιο συγκεκριμένα, οι ελαιοπαραγωγικές περιοχές της χώρας έχουν πληγεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, ενώ ειδικά η περιοχή της Μεσσηνίας μόνο για την πρόσφατη ελαιοκομική περίοδο, αντιμετωπίζει απώλεια εισοδήματος περίπου 80 εκ. ευρώ. Πέραν αυτού, μεγάλες δυσκολίες έχουν και οι θερμοκηπιακές καλλιέργειες της περιοχής της Τριφυλίας, οι οποίες δέχονται μεγάλη πίεση, τόσο λόγω προβλημάτων που συσσώρευσαν κατά τα χρόνια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης χρέους, όσο και λόγω της τρέχουσας μειωμένης ζήτησης, με αποτέλεσμα μεγάλες θερμοκηπιακές μονάδες της περιοχής να είναι σήμερα αντιμέτωπες με τον κίνδυνο της οικονομικής κατάρρευσης. Τέλος, στην ίδια περιοχή, σε λίγες ημέρες ξεκινά η συγκομιδή του καρπουζιού, ενός προϊόντος που επίσης αναμένεται να πληγεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, μια και πρόκειται για προϊόν κατά 95% εξαγώγιμο με κύριο προορισμό την Ιταλία, η οποία ακόμα ζει τραγικές στιγμές λόγω του κορωνοϊού.
Σε αυτές τις συνθήκες, πολλοί παραγωγοί βρίσκονται αντιμέτωποι είτε με αδυναμία συντήρησης των παραγωγικών τους δυνατοτήτων, είτε με πλήρη διακοπή τους λόγω του ότι καθίσταται ασύμφορη συνολικά η καλλιέργεια. Σε περίπτωση δε που κάτι τέτοιο γενικευθεί περαιτέρω, είναι πιθανό τους επόμενους μήνες να δημιουργηθεί πρόβλημα τροφοδοσίας της αγοράς με ελληνικά προϊόντα πρωτογενή τομέα, γεγονός που θα οδηγήσει σε αύξηση των εισαγωγών, σε μακροχρόνια παρακμή και συρρίκνωση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας, υποβάθμιση της αγροτικής και κτηνοτροφικής οικονομίας και εν τέλει αντίστοιχη μείωση του ΑΕΠ και υποχώρηση των κρατικών εσόδων που παράγουν οι εγχώριες αγροτικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες.
Αντίστοιχα σοβαρά προβλήματα εντοπίζονται και στις λαϊκές αγορές, ιδιαίτερα της επαρχίας, στις οποίες μένει αδιάθετο μεγάλο μέρος της παραγωγής, λόγω της απαγόρευσης μετακίνησης που έχει επιβληθεί. Ταυτόχρονα το μέτρο αναστολής πληρωμής επιταγών, στο οποίο εντάχθηκαν πρόσφατα επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις κεντρικές λαχαναγορές, έχει προκαλέσει οικονομική ασφυξία και απώλεια ρευστότητας σε όλους τους παραγωγούς που συνεργάζονται μαζί τους, οι οποίοι ουσιαστικά εξαιρούνται έως σήμερα από τα γενναία μέτρα στήριξης που εφαρμόζει η κυβέρνηση σε άλλους κλάδους της οικονομίας.
Κατόπιν των ανωτέρω, ερωτάσθε:
- Με ποιους τρόπους σχεδιάζει η κυβέρνηση να στηρίξει τον πρωτογενή τομέα, ως προς τις επιπτώσεις που προκαλεί η αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού;
- Θα μπορέσουν οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι να ενταχθούν σε μέτρα στήριξης όσον αφορά στις δανειακές, ασφαλιστικές και φορολογικές τους υποχρεώσεις;
- Σε ποια μέτρα προτίθεται να προβεί η κυβέρνηση προκειμένου να αντιμετωπιστεί η απώλεια ταμειακής ρευστότητας στον πρωτογενή τομέα;”.