…απόφαση που είχαν λάβει οι επικεφαλής των κομμάτων στο συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών μόλις μια μέρα μετά το μεγαλειώδες αποτέλεσμα του ΟΧΙ. Η εξουσιοδότηση αυτή αφορούσε σε ένα τρίτο μνημόνιο, το οποίο φαινόταν ότι θα κατέληγε πολύ πιο σκληρό και τοξικό από τις ήδη απορριπτέες προτάσεις των θεσμών όπως είχαν αποτυπωθεί στο δημοψήφισμα. Επιπλέον η πρόταση αυτή, συγκρινόμενη με την τακτική που είχε επιλέγει για επιθετική διεκδίκηση της ανατροπής της λιτότητας και των μνημονίων και που προκάλεσε τόσο το κλείσιμο των τραπεζών, όσο και την λυσσώδη επίθεση του μνημονιακού μπλοκ και των συστημικών μέσων, φάνταζε ως άτακτη υποχώρηση. Πόσο μάλλον, που αυτή η επιθετική στάση συγκέντρωνε τη στήριξη της κοινωνικής πλειοψηφίας και όταν αυτή η στήριξη αναφερόταν με ταξικά χαρακτηριστικά. Η εξουσιοδότηση της 10/07 ουσιαστικά τελμάτωνε την εξουσιοδότηση που είχαμε λάβει από την κοινωνία διπλά αναβαπτισμένη στις 25 Γενάρη και στις 5 Ιουλίου, να φέρουμε την ελπίδα σταματώντας τη λιτότητα.
Η διαπραγμάτευση ολοκληρώθηκε σε ένα τρίτο μνημόνιο με μέτρα υφεσιακά, κοινωνικά άδικα και μη βιώσιμα, ένα μνημόνιο που δε θα μπορούσε επ’ ουδενί να εφαρμοστεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Η πεντάμηνη διαπραγμάτευση της κυβέρνησης με τους θεσμούς σύμφωνα με την λαϊκή εντολή, δεν μπορούσε παρά να είχε σκοπό να βγάλει την κοινωνία από το φαύλο κύκλο της ύφεσης. Να αποκαταστήσει τις κοινωνικές αδικίες που είχαν συντελεστεί με περικοπές σε μισθούς, συντάξεις και οριζόντια μέτρα έμμεσων φόρων και να επιβάλλει ταυτόχρονα βαριά φορολογία στο κεφάλαιο, την αστική τάξη, και σε αυτούς που εκμεταλλεύτηκαν την κρίση ως ευκαιρία κέρδους. Μεσούσης της διαπραγμάτευσης ψηφίστηκαν τα λιγοστά νομοσχέδια που αποκαθιστούσαν αδικίες του παρελθόντος . Το νομοσχέδιο για την ανθρωπιστική κρίση, η επαναπρόσληψη των διαθεσίμων, οι 100 δόσεις, κάπου εκεί σταμάτησαν όποιες παρεμβάσεις αφορούσαν στο δημοσιονομικό επίπεδο, ως μονομερείς ενέργειες απέναντι στη βούληση των θεσμών. Ακόμα κι αυτές που δεν είχαν κανένα δημοσιονομικό κόστος, όπως η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων και η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751. Οι μονομερείς αυτές ενεργείς δεν ήταν τίποτα παραπάνω από το πρόγραμμα που είχε ψηφιστεί στις 25 Γενάρη και που έπρεπε να είναι άμεσα υλοποιήσιμο χωρίς να εξαρτάται από τις διαπραγματεύσεις. Εν μέσω οικονομικής ασφυξίας κι ενώ από τον Αύγουστο η Ελλάδα δεν είχε λάβει καμία χρηματοδότηση, οι δόσεις του χρέους εξυπηρετούνταν από τον προϋπολογισμό εις βάρος των κοινωνικών αναγκών, των νοσοκομείων, της παιδείας, του δημοσίου τομέα. Αδιάκοπα συνεχιζόταν η αποπληρωμή τους παρά την ρητή απόφαση του κόμματος , αλλά και της θέσης μας προεκλογικά για αποπληρωμή του χρέους με ρήτρα ανάπτυξης και διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους του. Ωστόσο η επιλογή του δημοψηφίσματος ήρθε ως ευκαιρία να θέσουμε στο προσκήνιο το μεγάλο μας όπλο, τη λαϊκή βούληση. Εκείνο τον παράγοντα που έριξε όλες τις κυβερνήσεις της λιτότητας και των μέτρων. Το πιο δυνατό από όλα τα επιχειρήματα που είχαμε στη διαπραγμάτευση, την υποστήριξη του κόσμου, την οποία οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν διέθεταν. Κι ο κόσμος παρά τις δυσκολίες, έδωσε με το παραπάνω τη δύναμή του, με ένα 62%. Αυτή τη βούληση, αυτή τη δύναμη για έναν άλλο δρόμο ρήξης και ανατροπής, δεν υπάρχει καμία δικαιολογία, κανένα ναι μεν αλλά για να ξοδευτεί στο όνομα ανυπαρξίας εναλλακτικής, στο όνομα ενός μονόδρομου αντιλαϊκών μέτρων. Το πιο σημαντικό όμως, είναι να μην ξοδευτεί η πολιτική εκπροσώπηση για τερματισμό των μνημονίων, όπως εκφράστηκε στο δημοψήφισμα, η οποία θα σημάνει την κατάργηση της δημοκρατίας και την απαξίωση της πολιτικής. Η αριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να θέσει την πολιτική στο επίκεντρο. Να γίνει ο λόγος της κοινωνικής διαπάλης και να αποτελεί παράγοντα συμμετοχής και ενεργοποίησης της κοινωνίας, Με το δημοψήφισμα το πιο απαιτητικό κομμάτι της κοινωνίας, η νεολαία βρέθηκε ξανά ενεργό. Η παράβλεψη της απαίτησης του ΟΧΙ και η επαναφορά της λογικής του «όλοι ίδιοι είναι», απειλεί να κλείσει το διακόπτη της συμμετοχής και να θέσει την πολιτική στο περιθώριο. Να υπάρξει οπισθοχώρηση, από τη συμμετοχή και τη συλλογικότητα, στην αδράνεια και τον ατομικισμό, στην απογοήτευση και στο μαρασμό της βούλησης, την ακύρωση της ελπίδας.
Το νομοσχέδιο που ήρθε να κυρώσει τη συμφωνία στη βουλή περιλαμβάνει μια σειρά μέτρων που επιφέρουν πολλαπλές, δυσβάσταχτες συνέπειες στα φτωχά λαϊκά στρώματα. Δημιουργεί ένα κλοιό που ολοένα θα σφίγγει και δεν θα αφήσει την κοινωνία να ανασάνει και το λαό να ζει με δικαιώματα και αξιοπρέπεια. Είναι βαθύτατα ανησυχητικό μια βουλή που στην πλειοψηφία της αποτελείται από αντιμνημονιακά κόμματα να μην συζητά για τις επιπτώσεις των μέτρων. Να μην αναδεικνύει τι περιλαμβάνουν οι ρυθμίσεις του νομοσχεδίου. Με αυτό τον τρόπο και με μοναδικό επιχείρημα ότι η κυβέρνηση αναγκάστηκε να πάρει μέτρα που δεν τα πιστεύει και δεν τα εγκρίνει, συσκοτίζονται οι συνέπειες των μέτρων και νομιμοποιείται το τρίτο μνημόνιο, χωρίς να υπάρχει ουσιαστική αντιπολίτευση σε αυτό. Στην αντιμνημονιακή βουλή ακούγεται μόνο το πάση θυσία μνημόνιο και οι κρότου λάμψης που πέφτουν στο σύνταγμα. Όμως τα μέτρα από τη Δευτέρα 20/07 θα δηλώσουν την παρουσία τους με έναν εκκωφαντικό και δυσβάσταχτό τρόπο, ενώ θα ακολουθήσει η ψήφιση των υπόλοιπων στις 22/07.
Το νομοσχέδιο περιλαμβάνει την αύξηση του συντελεστή ΦΠΑ στην εστίαση από 13% στο 23%, που αποτελεί γιγαντιαία κλιμάκωση της έμμεσης φορολογίας καθώς και την μετάθεση στο 23% των τυποποιημένων τροφίμων και άλλων κύριων ειδών, βασικό τμήμα δηλαδή της λαϊκής κατανάλωσης και διατροφής, όπως και τα μέσα μεταφοράς. Επίσης την κατάργηση των εκπτώσεων στα νησιά γεγονός που διαλύει τις νησιωτικές οικονομίες και τον ελληνικό τουρισμό.
Ρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό που είναι σε λάθος κατεύθυνση όχι μόνο από τη σκοπιά της αριστεράς αλλά ακόμη και από την σκοπιά του αστικού Συντάγματος, της χρηστής διοίκησης, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των διοικουμένων και του κράτους δικαίου. Έρχεται να καταργήσει κεκτημένα δικαιώματα ανθρώπων που είχαν συμπληρώσει τα νόμιμα όρια και που τώρα η νέα νομοθέτηση τους οδηγεί σε αδιέξοδο. Όποιος ή όποια βγαίνει στην σύνταξη από 1/1/2015 θα παίρνει μόνο την βασική σύνταξη και θα περιμένει να λάβει την λοιπή στα 67 του ή στα 62 με 40 έτη εργασίας. Επίσης, το όριο αποχώρησης θα αυξηθεί σταδιακά ως το 2023 στα 67 ή στα 62 έτη με 40 έτη ασφάλισης και μάλιστα με απαράδεκτες μεταβατικές διατάξεις μείωσης της παρεχόμενης πρόωρης σύνταξης. Εφόσον το πραγματικό πρόβλημα του συνταξιοδοτικού συστήματος είναι η ανεργία, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να επιλυθεί με την αύξηση των ορίων ηλικίας. Πόσο παραλογισμό να αντέξει αυτή η κοινωνία, όταν ένας δάσκαλος ή μια δασκάλα αναγκάζεται να εργάζεται ως τα 67 του χρόνια, ενώ τα παιδιά του, η παραγωγική δύναμη της χώρας βιώνουν την ανεργία ή τη μετανάστευση. Επιπλέον, ενοποιούνται όλα τα ασφαλιστικά ταμεία με προοπτική την απαράδεκτη σύνδεση εισφορών με παροχές, δηλαδή την έγκριση του κεφαλαιοποιητικού συστήματος αντί της αλληλεγγύης των γενεών και του αναδιανεμητικού χαρακτήρα του συνταξιοδοτικού μας συστήματος.
Με το νομοσχέδιο εφαρμόζεται η ανεξαρτησία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., επιπροσθέτως το Δημοσιονομικό Συμβούλιο μπορεί να εισηγείται πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα, αν κριθεί σκόπιμο. Γενικότερα, έχει συμφωνηθεί η ανεξαρτησία και μη πολιτικοποίηση αυτών των αρχών όπως και της ΓΓΔΕ. Η αλλαγή αυτή δεν σημαίνει καθόλου την πραγματική τους υπηρεσιακή ανεξαρτησία παρά μόνο την αποδέσμευσή τους από το ελληνικό κράτος. Στο εξής, αυτές οι αρχές θα υπόκεινται και θα καθοδηγούνται από την ΕΚΤ και από τους θεσμούς και θα λειτουργούν όλο και πιο αποτελεσματικά στην κατεύθυνση της αποικίας χρέους. Πρόκειται για τεράστια εκχώρηση κρατικής κυριαρχίας στους θεσμούς και για διαμόρφωση όρων αποδιάρθρωσης της κρατικής υπόστασης. Αυτό, βεβαίως, σημαίνει λιγότερο κράτος για την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών και περισσότερο κράτος για την κάλυψη των απαιτήσεων της Ε.Ε. Σε αυτό το πλαίσιο η συμφωνία επιβάλει τον πρωτάκουστο όρο δημιουργίας fund, το οποίο περιλαμβάνει την δημόσια περιουσία με το απίστευτο ποσό των 50 δις ευρώ ως εγγύηση υπέρ των δανειστών.
Η αριστερά των αγώνων δεν μπορεί να υιοθετεί τα αδιέξοδα. Δεν μπορεί να χρησιμοποίει ως επιχείρημα το μονόδρομο, ούτε να βρίσκει λύση μέσα από τεχνοκρατικές διαπιστώσεις. Το ήδη γνωστό, που το έχουμε βιώσει, αυτό ξέρουμε σίγουρα ότι πρέπει να απορριφτεί . Προβάλλοντας την καταστροφή, κατασκευάζοντας βράχια και ξέρες προκείμενου να φοβόμαστε, στο τέλος θα περικυκλωθούμε από αυτά που εμείς φτιάξαμε και θα πέσουμε μέσα στο δικό μας και μόνο φόβο. Η δύναμη που κινεί την ιστορία είναι η δύναμη των πολλών, εκείνη που δε χωρά σε δωμάτια και γραφεία και είναι ποταμός στο πέρασμα της.
*Βουλεύτρια ΣΥΡΙΖΑ Μεσσηνίας