Μαθαίνεις ότι για όλα φταίει το σάπιο σύστημά τους, που ο πατέρας πέφτοντας από τη σκαλωσιά, σακάτης τώρα με σύνταξη ψίχουλα, και η μάνα ξενοδουλεύοντας να φέρνει φαΐ στο τραπέζι και ένα ξεροκόμματο ψωμί να ακονίζουμε τα δόντια μας, απότοκο της κοινωνίας που ζεις.
Η πρώτη ανισοτιμία όταν έμεινες εσύ αγράμματη. Μόνο τα στοιχειώδη, ίσα ίσα να μάθεις να βάλεις την υπογραφή, το όνομά σου στο συμβόλαιο θανάτου των αφεντικών.
Ενώ ο αδελφός, ένεκα άντρας, να μάθει μια-δυο αράδες γράμματα, Γυμνάσιο-Λύκειο, τίποτα σπουδαίο, τόσα γράμματα μέσα στο κεφάλι του για να έχει μια ζεστή και σίγουρη θεσούλα σε κάποια υπηρεσία, σιγά… (ΜΠΟΥΡΔΕΣ).
Μεγάλωνες εσύ, φούσκωνε και η βαλίτσα από περιεχόμενο (θα κάνω αυτό, θα κάνω το άλλο, όλα με τη σειρά τους). Όταν θα χρειαστεί θα έχεις πολλά, θα είσαι οπλισμένη στο κοντινό αύριο ή πιο μακρινό, να μην σου λείπει τίποτα στο αλώνι της ζωής σου.
Πολλές φορές τύχαινε να ξεχάσεις πως υπάρχει, όπως ξεχνάμε μια βαλίτσα στο σταθμό των τρένων. Τώρα όμως φοβάσαι πιο πολύ ότι δεν θα μπορέσεις να τα κάνεις όλα όπως τα είχες ονειρευτεί. Με περίσσεια μαεστρία σε έκαναν να πιστέψεις ότι δεν γίνεται τίποτα, γιατί έτσι είναι η κανονικότητα. Κι εσύ κλεισμένη στο μικρόκοσμό σου, σαν σε χρονοκάψουλα, δεν παίρνεις χαμπάρι τα γύρω σου, δεν ακούς τα μηνύματα της γενιάς σου, μόνο κυκλογυρίζεις ράθυμη γιατί σε τσακίζει η 13-15ωρη δουλειά όρθια στον πάγκο, συν τις υπερωρίες.
Για να αβγατάνει το μεροκάματο κρατάς απόσταση-ουδετερότητα, δεν θέλεις να μοιραστείς τις ευθύνες για μεγάλα βήματα, να αλλάξει κάτι, να πάρει μπρος η σωστή ζωή. Φοβάσαι, είσαι άτολμη και τώρα στα πρώτα …άντα σου βλεπεις να μικραίνουν τα όνειρα, να φτηναίνει η ζωή σου σαν το σαράκι που με βουλιμία την τρώει κάθε μέρα.
Αλλάζεις δουλειές πολύ συχνά στο εργοστάσιο δίπλα στους άντρες συναδέλφους για την ίδια δουλειά αλλά με λιγότερο μισθό, ένεκα σωματικής διάπλασης και φύλου, λες και ο πλούτος που πάραξες δεν είναι ο ίδιος με του διπλανού συναδέλφου.
Καμιά φορά σε χλευάζουν κιόλας γιατί το κορμί σου δεν πειθαρχεί και σε προδίδει στην κούραση όσο κι αν θες να το κρύψεις εσύ. Η εργασία εξελίσσεται κι εσύ πρέπει να την ακολουθείς, γι’ αυτό σου αλλάζουν συνεχώς το πόστο σου. Βέβαια νομοθετούν για σένα οι νομοθέτες και οι κλειδοκράτορες της εξουσίας, τάχα για ίσα δικαιώματα και ευκαιρίες με τους άντρες (είπαμε τάχατες).
Μην τους πιστέψεις, ψέματα λένε, για να γίνει αυτό πρέπει εσύ να έχεις τα κλειδιά, τα χαρτιά και τους κοντυλοφόρους της εξουσίας. Εσύ και ο συνάδελφος δίπλα σου.
Σε καλοπιάνουν, σε κανακεύουν, σου έχουν φυτέψει άλλα πρότυπα γυναίκας, σε θέλουν ΑΚΙΝΔΥΝΗ-ΥΠΑΚΟΥΗ-ΑΜΕΤΟΧΗ.
Σε βομβαρδίζουν καθημερινά. Νομοθετούν μέχρι πότε θα δουλεύεις, πόσα θα πάρεις στη σύνταξη, αν ζεις μέχρι τότε, πόσα θα πληρώνεις για γιατρό, γιατί είναι σίγουρο τον πλούτο που πάραξες θα τον πληρώσεις με την υγεία σου, και πολύ σύντομα σε ορισμένες περιπτώσεις.
Να δουλεύεις 15ωρα γιατί εσύ τάχα το έχεις αποφασίσει, αφού αντέχεις άλλωστε (εδώ έχεις και το δικαίωμα της επιλογής). Να σου παίρνουν τα παιδιά στον πόλεμο να σκοτώνονται για άλλων τα συμφέροντα, να σκοτώνονται για ξένες σημαίες. Και με τα δικά τους όπλα να σκοτώνουν άμαχους και παιδιά και νατα πάλι τα δάκρια τάχατες.
Η ζωή σου, τα κέρδη τους, στην ίδια ζυγαριά που γέρνει πάντα προς τα κέρδη τους. Κι εσύ να πρέπει να μην αντιδράς, να μην αγωνίζεσαι για καλύτερο αύριο. ΟΧΙ στη μόρφωση, ΌΧΙ στην εργασία, ΟΧΙ στην υγεία, ΟΧΙ στη διεκδίκηση για το αύριο. Ζωή μισή και απόμιση.
Εμπόρευμα η ζωή σου, εμπόρευμα η ΜΗΤΡΑ σου με μισθωτήριο συμβόλαιο και η ΓΑΣΤΕΡΑ σου εκκολαπτήριο τώρα πια με το νόμο και με βούλα.
Όμως η βαλίτσα έχει γεμίσει, δεν χωράει άλλο (αύριο, μετά, αργότερα). Στο μικρό σου δωμάτιο πνίγεσαι εσύ και η βαλίτσα σου, το παράθυρο πολύ μικρό για να μπαίνει ο ήλιος ολόκληρος (κάπως έτσι θα είναι και τα παράθυρα στα κελιά των φυλακών). Λίγο το φως, μισοσκόταδο. Σηκώνεσαι αποφασισμένη να φέρεις τα πάνω-κάτω, βγαίνεις από τη ΡΑΣΤΩΝΗ σου, ανοίγεις τη βαλίτσα σου με όλα όσα έχεις εκεί καταχωνιάσει χρόνια πολλά, που πολλά απ’ αυτά έχεις ξεχάσει κιόλας.
Πόσα χρόνια άραγε πήγαν στράφι, άβουλα, απόλεμα, χαμένα, ένα διάβα της ζωής σου που δεν γράφτηκε πουθενά. Βγήκες έξω στο φως, στον ήλιο που σου κλείνει πονηρά το μάτι χαρχαλεύοντας ανάμεσα στα φύλλα των δέντρων της μεγάλης λεωφόρου.
Ξέρεις ότι στις μεγάλες στροφές του δρόμου που διαβαίνεις σε περιμένουν κι άλλες γυναίκες να ενωθούν μαζί σου με τα ίδια όνειρα όπως εσύ, με τους ίδιους στόχους. θα μοιραστείς μαζί τους το τώρα που θα κάνει τη διαφορά από το χτες, τη ΝΙΚΗ που θα ‘ρθει έτσι κι αλλιώς.
Μην κιοτέψεις, καμιά μας δεν θα κιοτέψει, μαζί μπορούμε να τα ανατρέψουμε όλα.
Η Ικαριώτισσα