Χρονογράφημα του Παναγιώτη Αντωνόπουλου 
      Παρακάμπτω τα << πόθεν >> που έχουμε σαν άνθρωποι για να αναφερθώ στα << έσχες >> της ψυχής μας.  Ανάγκη αδήριτη. Γιατί η κυρά Μαρία όταν μου έλεγε την ιστορία, έμοιαζε καράβι ακυβέρνητο δίχως φώτα, στη φουρτουνιασμένη θάλασσα.

Χρονογράφημα του Παναγιώτη Αντωνόπουλου  
           Περνούν οι καιροί και συ σκέφτεσαι τα περασμένα. Τότε που τσέπωσα το διοριστήριο και σκαπέτησα τρεις ώρες ποδαράτο στην κορφή του βουνού να βγάλω το μεροκάματο. Το χωριό άγριο, γεμάτο βοωδή δικέρατα, χίτισσες αφαλαρίδες και άφραγκους σκαφτιάδες που φορούσαν το ίδιο τρύπιο παπούτσι και το μπαλωμένο παντελόνι όλο το χρόνο.  Πριν φτάσω βρήκα το χείμαρρο φουσκωμένο, τα πέριξ κρυμμένα στην ομίχλη και στην αφάνα, τ’ όνομά μου σκαλισμένο σ’ ένα  βράχο να διαδηλώνει και να μου φωνάζει να γυρίσω πίσω. Ρίχτηκα στο νερό, το νερό μέχρι το στήθος, την ψυχή μου έκανα σημαία και βγήκα απέναντι. Γλιτωμένος μπήκα στο χωριό, η ανάσα μου συνήλθε, στο σπίτι ύστερα του πρόεδρου έστεκα καλά. Μπορούσα να μιλήσω και να δοκιμάσω τας σώας φρένας μου, απαγγέλλοντας : << Προστάτιν σε της ζωής επίσταμαι και  φρουράν ασφαλεστάτην, Παρθένε… >>  

Χρονογράφημα του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου 
             Εμείς οι πισωθρανίτες τους σημαιοφόρους ποτέ δεν τους χωνεύαμε. Τους θεωρούσαμε τα << οπίσθια >> της άρχουσας τάξης και τους βρίζαμε κεφτέδες, λουκουμάδες και κουραμπιέδες.  Ήταν όλοι τους σπόροι ευπατρίδων της πόλης, ατίθασοι Νέρωνες και ευνοούμενοι ενός καθηγητικού ολοκληρωτισμού, που, έγλειφε τους ισχυρούς γονείς τους μέχρι αηδίας για να θεωρούνται σφουγγοκωλάριοί τους.

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου 
            Δεκαετία του εβδομήντα. Ένας γαμψονύχης δράκος μ’ έσπρωχνε στο γκρεμό, μια ζαβή εξουσία βράδιαζε τη βιασμένη μέρα μου. Έπρεπε να σπουδάσω, να βγάλω στο μέλλον τον επιούσιο και να φωτίσω λίγο από το φως μου την υπνωτισμένη κοινωνία να ξυπνήσει και να απαλλαγεί από την καρπαζιά. 

Χρονογράφημα του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου  
       Είναι ένα διήγημα του Όμηρου Πέλλα. Με κρύο πολύ και θλίψη που φτεροκοπά κι αφήνει γυαλιά. Μια συμφωνία λυγμών για τον αντιστασιακό ήρωα, τον όμορφο νέο που αιμορράγησε και πέθανε για να ‘ρθει η δική μας ρόδινη αυγούλα.  

Χρονογράφημα του Παναγιώτη Αντωνόπουλου  
    Ιδιαζόντως επιρρεπής σε γκρίνιες μου βγαίνει το προνόμιο να γράφω αλήθειες. Έτσι διατηρώντας και τη χαριτωμένη συνήθεια να σχολιάζω, δε βλέπω την ώρα να μπαίνω κατ’ ευθεία στο θέμα.

Χρονογράφημα του Παναγιώτη Αντωνόπουλου  
 Οι δόλιοι! Άνοες πιστεύουν πως το βιβλίο είναι εύκολο όπως κάνεις παιδί! Συμπεριφέρονται ως ανάγωγοι χωριάτες και αβασάνιστα γίνονται τσαλαπετεινοί, ντύνονται με λαμπρό πτέρωμα, βάζουν και το λοφίο στο κεφάλι και πετάνε! Γίνονται συγγραφείς πιστεύοντας πως η αφήγηση είναι χλωριωμένη κότα προς αποκομιδή στη χωματερή. 

Διήγημα του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου  
          << Αγαπημένε μου! Σ’ ευχαριστώ θερμά για το βιβλίο σου που μου έστειλες  και για τα ζεστά σου λόγια. Μα ακόμη σ’ ευχαριστώ πιο θερμά για την επικοινωνία που είχαμε. Αυτό μου ‘δωσε ζωή, μ’ έκανε πιο χαρούμενη και πιο γυναίκα! Ζωντανή, καυτή και ζωηρή όπως με θέλεις!

Διήγημα του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου  
Εφτά μέρες τώρα ένας μονόφθαλμος γύπας καθόταν στο μεγάλο ρολόι της πόλης κι έκλαιγε. Σαν κουραζόταν και σταματούσε, χτυπούσε με οργή το ράμφος του στους δείχτες, πλατάγιζε με θόρυβο κι επιθετικότητα τα φτερά του κι έκρωζε ηχηρά σαν δαιμονισμένος. 
Στην αρχή όλοι νόμισαν πως ο παράξενος αυτός επισκέπτης βρέθηκε τυχαία εκεί, αλλά σαν η παρουσία του μέρα με τη μέρα γινόταν ανυπόφορη, οι φόβοι για την ασυνήθιστη συμπεριφορά του μεγάλωσαν και χίλιες κακές σκέψεις γεννήθηκαν στα μυαλά τους.

ΔΙΗΓΗΜΑ Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου 
          Το σπίτι της ήταν ένα παλιό διώροφο νοτιοδυτικά του σταθμού. Χτισμένο γερά, με ακροκέραμα στις τέσσερις γωνιές και μ’ ένα κήπο γεμάτο πορτοκαλιές και κισσούς που τύλιγαν όλη την μπροστινή πλευρά του τοίχου. Στο δεύτερο πάτωμα είχε ένα μπαλκόνι με σιδεριές που παρίσταναν δυο πουλιά, δυο ερωδιούς με μεγάλα ράμφη και γαμψά νύχια να κοιτάζονται. Σ’ αυτό το μπαλκόνι την είχα δει για πρώτη φορά να κάθεται σε μια ψάθινη καρέκλα και να ζωγραφίζει σ’ ένα μεγάλο μπλοκ. Μου άρεσε η εικόνα και όταν είχε λιακάδα τα σαββατοκύριακα που δεν είχα μάθημα, περνούσα και την έβλεπα…