Από κάτι ερωτήσεις του ΛΕΥΤΕΡΑΚΗ, έτσι τον έλεγε τον ΛΕΥΤΕΡΗ, όπως: Κυρά ΡΗΝΙΩ που ακριβώς μένεις, να μου δείξεις καμιά φορά το σπίτι σου, τη γειτονιά σου. Η δουλειά σου είναι μακριά; Δουλεύετε πολλοί εκεί; Έχετε σωματείο; Όλα αυτά η ΡΗΝΙΩ στην αρχή τα έλεγε περιέργεια γελώντας, ‘όλα θέλεις να τα μαθαίνεις βλέπω”, μα τούτο το καλοκαίρι, μετά τα νέα που της είχε φέρει ο ΝΙΚΟΛΗΣ από τα ταξίδια του, κάτι λίγο υποψιάστηκε. Για να ρωτά τόσα ο ΛΕΥΤΕΡΑΚΗΣ, κάτι έχει στο μυαλό του που τον τριβελίζει.
Τούτο το καλοκαίρι είχε φύγει βαριά, βογγώντας και ασθμαίνοντας, λες και δεν ήθελε να αφήσει τη θέση του στο φθινόπωρο, στον Οχτώβρη.
Εκείνο το πρωινό ήταν πρωτόγνωρο για τη ΡΗΝΙΩ και για όλους τους ΠΕΙΡΑΙΩΤΕΣ, για όλους τους ΈΛΛΗΝΕΣ. Ξυπνάνε αχάραγα, οι καμπάνες χτυπούν ασταμάτητα ωσάν να ήταν γιορτάσι. Θα λεγες πως κάθε άνθρωπος κουβαλούσε και μια καμπάνα, έτσι για να κάνουν μεγαλύτερη τη σημασία στο γιορτάσι.
Νύχτα ακόμα ο ραδιοφωνικός σταθμός (οι ημέτερες δυνάμεις…) και ο λαός με το αυτί στημένο στο μήνυμα, επίσημα από το κρατικό ραδιόφωνο (τότε μόνο ένας σταθμός της Αθήνας για όλη τη χώρα), να χτυποκαρδεί μα και να ενθουσιάζεται με την απόφαση του ΟΧΙ.
Ηρωική απόφαση λέγαμε τότε, μαζί και η ΡΗΝΙΩ, για να στρατευτούν τα νιάτα, τα παιδιά μας, να κόψουν τη φόρα που είχε πάρει ο ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ.
Μεγάλες στιγμές έζησε για άλλη μια φορά η ΡΗΝΙΩ, την πρώτη στην πατρίδα της, εικοσάχρονη τότε κοπελιά και νιόπαντρη, όταν για τις μεγάλες ιδέες, για χαμένα εδάφη, στη γενική επιστράτευση ο αδελφός της ο ΓΙΩΡΓΗΣ, αμούστακος ακόμα και ο δικός άντρας, ο ΔΗΜΗΤΡΟΣ, κατατάχτηκαν εθελοντικά σ’ εκστρατευτικό σώμα κι ακόμα τους περιμένει, με λιγότερη ελπίδα τώρα πια.
Τώρα για τα βουνά της ΑΛΒΑΝΙΑΣ ήταν ένα μεγάλο θά λεγες πανηγύρι η επιστράτευση. Οι άντρες, οι φαντάροι, κρέμονταν στα τρένα σαν τσαμπιά από σταφύλια, όλοι να χωρέσουν να πάνε πρώτοι, να πάρουν αυτοί τα παράσημα της ανδρείας, να είναι κάθε ένας τους κι ένας νικητής.
Οι πρώτες νίκες έρχονταν απανωτές από τα βουνά της ΑΛΒΑΝΙΑΣ. Μπήκαν πολύ βαθιά σε εδάφη που τα νόμιζαν δικά μας. Και ο σταθμός της Αθήνας: “Ο Ελληνικός Στρατός προελαύνει και διώχνει τους ΙΤΑΛΟΥΣ στα βαθιά μέσα στην ΑΛΒΑΝΙΑ”.
Σε όλη τη χώρα οι νίκες των φαντάρων μας τραγουδιούνται με τα τραγούδια της ΒΕΜΠΟ. Σε συναρπάζουν, θα θελες να είσαι και συ λες μέρος της δόξας. Κανείς δεν υποψιαζόταν, δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα ακολουθούσε μετά το σπάσιμο του ΜΕΤΩΠΟΥ και την υποχώρηση. Κάπου στα μέσα του χειμώνα, και τούτος ήταν πολύ βαρύς στ’ αλήθεια, όσοι με δάφνες και νίκες πήγαιναν μπροστά τώρα γυρίζουν. Πήγαν με τα δύο πόδια τους μα τώρα πολλοί γυρίζουν πίσω με πατερίτσες ή σε φορεία πρόχειρα στοιβαγμένοι πάνω τους, μισεροί, χωρίς πόδια, τα άφησαν στα βουνά της ΑΛΒΑΝΙΑΣ από κρυοπαγήματα, πρησμένα, μελανιασμένα, με ανοιχτές πληγές μέσα στις μπότες τους, άχρηστα πια.
Μαζεύοντας τα κομμάτια μας και γλείφοντας τις πληγές μας, την ΑΝΟΙΞΗ, τον ΑΠΡΙΛΗ, κατεβαίνουν οι Γερμανοί πάνοπλοι, σιδερόφραχτοι, να τρίζουν οι ρόδες των βαριών οχημάτων τους και οι ερπύστριες από τα τανκς. Ήρθαν από τον Βορρά και σε λίγες ώρες έφτασαν στην Αθήνα, στην καρδιά της χώρας. Τώρα πρώτη φορά κλείσαμε τις πόρτες και τα παράθυρα να μην βλέπουν οι κατακτητές ανθρώπους στους δρόμους. Ήταν μια ένδειξη, μια πρώτη κίνηση αντίστασης. Μόνο τον ήλιο κρατήσαμε στην ψυχή μας, θα μας χρειαστεί αργότερα έλεγε η ΡΗΝΙΩ.
Τριπλή η κατοχή, μέρες, χρόνια, όλα μαύρα. Οι αρρώστιες, η πείνα, γιατί ήρθε μαζί με την ήττα και η πείνα, οι εκτελέσεις στις μάντρες μετά από μπλόκα για αντίποινα, οι πεθαμένοι στους δρόμους, ο τύφος, οι ψείρες, όλα καθημερινό σκηνικό δράματος μετά το ορατόριο και το δοξαστικό στις πρώτες ΝΙΚΕΣ.
Θέριζε η πείνα, η Αθήνα και ο Πειραιάς ήταν βλέπετε μεγάλα αστικά κέντρα, δεν είχαν δυνατότητα οι άνθρωποι να προμηθευτούν τροφή από την επαρχία, μια που οι κατακτητές έπαιρναν ό,τι μπορούσαν να πάρουν. Και στις πόλεις τότε δεν είχαν αυτάρκεια που να τους κρατάει λίγο χορτάτους, μεροδούλι-μεροφάι.
Πρώτη φορά η ΡΗΝΙΩ είδε τόση λύπηση. Όσοι έφευγαν για την άλλη ζωή, στην αγρύπνια έτρεχαν πολλοί τάχα για συμπόνια ενώ ξέραμε, έλεγε η ΡΗΝΙΩ, ότι έρχονταν για λίγο ρεβυθοκαφέ, ένα νεροζούμι που πρόσφεραν όσοι είχαν τη δυνατότητα. Οι άλλοι έφευγαν σαν το σκυλί στο αμπέλι, άκλαφτοι. Πιο σκυλί; Και αυτά μυρίστηκαν το αύριο το δικό τους και κρύφτηκαν. Αυτούς τους μάζευε το καρότσι του ΔΗΜΟΥ ΑΘΗΝΑΙΩΝ σε ομαδικό τάφο. Έτσι άκλαυτοι και ανώνυμοι, που άφηναν την τελευταία τους πνοή ξεψυχισμένοι στην άκρη και καμιά φορά στη μέση του δρόμου.
Στα ξαφνικά μπλόκα για αντίποινα έπιαναν τους πιο νέους μα και μεγαλύτερους, σπάνια γυναίκες, μιας που οι άντρες γύριζαν ολημερίς ψάχνοντας για κάτι φαγώσιμο, κάτι που να τρώγεται από μικρούς, μικρότερους μα και μεγαλύτερους. Λίγο αλεύρι έστω από καλαμπόκι για χυλό. Έτσι όλοι, ξεπουλώντας το βιος τους, τα ακριβά τους δεσίματα με την πρότινη ζωή τους, την οικογένεια τους, τη ρίζα τους, τα κειμήλια των γονιών και την προίκα της θυγατέρας και της αδελφής.
Η ΡΗΝΙΩ δεν είχε άλλη έννοια από τη φροντίδα της ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ, να έχει κάτι να φάει να μην ξανακυλήσει στην αρρώστια, καθώς και του σακάτη του άντρα της, μια που τα παιδιά τους είχαν μεγαλώσει πια. Η Μαρία είχε παντρευτεί και είχε δική της οικογένεια. Τα άλλα δυο παιδιά τους είχαν μεγαλώσει και φρόντιζαν μόνα τους για την επιβίωσή τους. Η ΡΗΝΙΩ είχε μόνο τη ΒΑΣΙΛΙΚΗ με τον σακάτη της να φροντίζει, να τους έχει κανένα ξεροκόμματο από μπομπότα να ακονίζουν τα δόντια τους.
Είχαν και άλλον ένα εχθρό μαζί με την πείρα, τις ψείρες, που οι φαντάροι μετά την κατάρρευση του ΜΕΤΩΠΟΥ τις έφεραν πεσκέσι στη χώρα και δεν έλεγαν να γλιτώσουν απ’ αυτές. Έβαζαν όλα τα ρούχα να βράζονται στα καζάνια στις αυλές των σπιτιών, τα στρώματα, τα παλιά τριμμένα στρωσίδια. Ήταν ιδέα της ΡΗΝΙΩΣ, μια που οι ψείρες θέλαν ζέστα να γεννήσουν. Έτσι τα στρώματα από άχυρο και τζίφα ήταν ό,τι καλύτερο να γεννοβολάνε αβγά και να αβγαταίνουν. Έτσι μόνο με το ξεθέρμισμα γλίτωναν για λίγο απ’ αυτές.
Ο μικρός ο ΛΕΥΤΕΡΑΚΗΣ έτρεχε ολημερίς σο καλοκαίρι εκείνο τάχα για να δώσει τον πάγο. Όχι πως έχει πελάτες τώρα πια πολλούς, λίγοι είχαν ψυγεία που λειτουργούσαν και είχαν κάτι να βάλουν μέσα για συντήρηση. Μόνο οι πλούσιοι που είχαν γίνει πλουσιότεροι, οι μαυραγορίτες, οι λαδάδες, οι κομπογιαννίτες, οι σαράφηδες, γι’ αυτούς ήταν η καλύτερη εποχή της ζωής τους. Αβγάταιναν τα χρεολύσια. οι σαράφηδες νύχτα έλιωναν τον χρυσό, ως και τα δόντια τους πούλησαν κάποιοι, τι να τα κάνουν, μήπως είχαν πια τώρα χρήση. Για λίγους κόμπους λάδι ολόκληρες περιουσίες χάθηκαν, να έχουν να λαδώνουν τις ραπανίδες και τις βρούβες, γιατί χωρίς λάδι δεν πήγαιναν κάτω, είχε κλείσει ο καταπιώνας από τη νηστικομάρα, κλειδοστομίασμα το λέει η ΡΗΝΙΟ.
Ο ΛΕΥΤΕΡΑΚΗΣ είχε μάθει να τρέχει και σε καιρό ΕΙΡΗΝΗΣ και σε ΠΟΛΕΜΟ, δεν τον τσάκιζε η πείνα, την είχε συνηθίσει, γιατί από πάντα του ποτέ δεν ήταν χορτάτος. Όταν είχε κάτι να φάει μετά του έπεφτε βαρύ στο στομάχι και πάλι άρπαζε το καρότσι του-κασέλα και τα τεταρτάκια του πάγου και βουρ για τα πλουσιόσπιτα. Να πούμε και τη μαύρη αλήθεια, πάντα τον φίλευαν, λίγο καλαμποκένιο ψωμί, λίγες ελιές νερουλιασμένες από την πολυκαιρία. Για τον ΛΕΥΤΕΡΗ ήταν μεγάλο μα για τους πλούσιους της περιοχής, ε!, δεν θα τους έλειπε από το καθημερινό τους. Ας είναι.
Ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ είχε αναλάβει κι άλλα πολύ σπουδαία καθήκοντα από αυτά για τα οποία τον φίλευαν. Ήταν ότι πρέπει να μπορεί να στέκει στα πόδια του, να γυροφέρνει τα πλουσιόσπιτα, μα και στο ΛΙΜΑΝΙ, εκεί που λίγοι δούλευαν όχι για να ξεφορτώσουν φορτία μα για να φορτώσουν σιτηρά, σταφίδες, λάδια και ό,τι άλλο μπορούσαν να μαζέψουν, να κλέψουν (ό,τι δεν είναι δικό σου και το παίρνεις με το έτσι θέλω, με τη βία, είναι κλεψιά, λέει η ΡΗΝΙΩ).
Οι κατακτητές με τους ντόπιους συνεργάτες τους κάναν πλιάτσικο σε πόλεις και χωριά. Την πείνα ακολουθεί κατά πόδας το πλιάτσικο.
Η ΙΚΑΡΙΩΤΙΣΣΑ
-ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ-
Ολοι στην ΑΠΕΡΓΙΑ
Η βαλίτσα σου (δοξαστικό και μια ελεγεία για την 8 του Μάρτη)
Χανίν
Η Ρηνιώ της Ανατολής
Η Ρηνιώ της Ανατολής (2ο μέρος)
Η Ρηνιώ της Ανατολής (3ο μέρος)
Η Ρηνιώ της Ανατολής (4ο μέρος)
Η Ρηνιώ της Ανατολής (5ο μέρος)
Η Ρηνιώ της Ανατολής (6ο μέρος)
Η Ρηνιώ της Ανατολής (7ο μέρος)
Η Ρηνιώ της Ανατολής (8ο μέρος)
Η Ρηνιώ της Ανατολής (9ο μέρος)
Η Ρηνιώ της Ανατολής (10ο μέρος)
Η Ρηνιώ της Ανατολής (11ο μέρος)
Η Ρηνιώ της Ανατολής (12ο μέρος)