Παρασκευή, 21 Ιουνίου 2024 01:53

Η Ρηνιώ της Ανατολής (12ο μέρος)

Η Ρηνιώ της Ανατολής (12ο μέρος)

Της Ικαριώτισσας 

Τα νέα τής τα έφερνε σε κάθε ταξίδι ο ΝΙΚΟΛΗΣ, αφού πάντα την επισκεπτόταν όταν ήταν στον ΠΕΙΡΑΙΑ. Έστω και στα γρήγορα της μηνούσε, βλέπετε είχε πολλούς πατριώτες του στα ριζά του ΠΕΡΑΜΑΤΟΣ και πάντα ξέκλεβε λίγο χρόνο και για τη ΡΗΝΙΩ. 

 

Ο ΝΙΚΟΛΗΣ είχε παντρευτεί, είχε κι έναν γιο κοντά δύο χρονών. Της λέει πως του λείπει, δεν βλέπει από κοντά το μεγάλωμά του, αλλά έτσι είναι η ζωή του ναυτικού (παρηγοριέται). 

“Τα νέα που σου λέω ΡΗΝΙΩ είναι κάπως άσχημα. Όλη η ΕΥΡΩΠΗ είναι σε μεγάλες αντάρες και φουρτούνες (όντας θαλασσινός τέτοιες λέξεις ξέρει να λέει). Τι να σου πω ΡΗΝΙΩ, στην ΙΤΑΛΙΑ ένας ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ κυριαρχεί και διώκει όσους είναι αντίπαλοι. Κι ένας που τον λένε ΚΑΓΚΕΛΑΡΙΟ στην ΓΕΡΜΑΝΙΑ πήρε την εξουσία και φαίνεται θα έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα”. 

Η ΡΗΝΙΩ κι αυτή κάτι είχε πάρει χαμπάρι, όταν το ‘36 μαζί με τις φασαρίες στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ πιάστηκαν από τα όργανα και στη δουλειά της πολλοί συνάδελφοι, ανάμεσά τους και ο γραμματέας του σωματείου τους. 

Δεν ήταν μακριά και η ΕΛΛΑΔΑ απ’ αυτά που συνέβαιναν στην ΕΥΡΩΠΗ. 

Εδώ ήταν ο ΜΕΤΑΞΑΣ, γνήσιος συνέταιρος των ΕΥΡΩΠΑΙΩΝ και στις ιδέες και στον τρόπο να τις επιβάλλει. 

Αυτά της λέει ο ΝΙΚΟΛΗΣ και η ΡΗΝΙΩ τον ενημέρωνε για τα δικά της. Τόσο δικά της που μόνο στον ΝΙΚΟΛΗ τα εμπιστεύεται. Του λέει για ένα όνειρο που βλέπει τον τελευταίο καιρό συχνά. Για ένα μαύρο σύννεφο και μια βουή που πέφτει πάνω στη χώρα (τώρα λέει χώρα όλη την ΕΛΛΑΔΑ και πιο πολύ τις φτωχογειτονιές του ΠΕΙΡΑΙΑ). Μαυρίλα, κουρνιαχτός και οι άνθρωποι τόσο μικροί σαν μερμήγκια να τρέχουν στις φωλιές τους να κρυφτούν. 

Όσοι δεν προλάβαιναν για τις φωλιές τους, ένας μεγάλος γίγαντας, μαύρος, άσχημος και τεράστιος, που φορούσε ψηλές μπότες ραμμένες με καρφιά, τους ποδοπατούσε, τους έκανε όλους πλακέ σαν οδοστρωτήρας. Τον οδοστρωτήρα δεν τον ήξερε τότε αλλά η περιγραφή της κάτι τέτοιο εννοούσε. 

Είχαμε και στη γειτονιά μας, στην αυλή μας καλύτερα, του λέει, ένα τέτοιο γεγονός. Το αγόρι της ΜΑΡΙΑΣ, που είχαν τώρα παντρευτεί, αφού μεσολάβησε η ΡΗΝΙΩ σαν συμπεθεροφτιάχτρα (όπως και γι’ αυτή η θεία ΜΙΜΗ στη ΣΜΥΡΝΗ). Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ είχε πιαστεί από τα όργανα και τον είχαν στείλει σε ένα νησί ψηλά, καταμεσής του ΑΙΓΑΙΟΥ, προς γνώση και συμμόρφωση. 

Η ΡΗΝΙΩ κάθε φορά που έκανε βίζιτα στην ΚΑΤΡΙΝ προσπαθούσε να μάθει το κατιτίς της, όχι κρυφά βέβαια από εκείνη μια που κι’ αυτή είχε μπει στο νόημα της μυστικής πληροφορίας. Όσο να πεις, κόσμος υψηλής κοινωνίας είχε νταραβέρι με την ΚΑΤΡΙΝ. Η ΡΗΝΙΩ την ρωτούσε. Ζητούσε να της λέει τα πάντα, ό,τι ξέρει, ό,τι μαθαίνει, αφού έχει τον τρόπο της, είπαμε κόσμος πάει κι έρχεται. 

Και η ΚΑΤΡΙΝ: “Σε εξορκίζω ΡΗΝΙΩ, στη φιλία μας και σε αυτά που μου έχεις συντρέξει, μη μαθευτεί ποτέ πως η πληροφορία βγήκε από μένα, θα χάσω τη ζωή μου. Και η ΚΑΤΡΙΝ δεν είχε μάθει σε στερήσεις και ανέχεια, είχε μάθει ίσαμε τώρα σε καλή ζωή και δεν ήθελε να τη χάσει. Στη συνέχεια της ζωής της θα μάθαινε τις στερήσεις, όπως οι πιο πολλοί στη γειτονιά τους, αυτοί που είχαν μάθει στα λίγα ώστε να μην τους λείπουν τα πολλά. Ας είναι, ο καθένας είχε μάθει όπως μπορεί να πορεύεται καλύτερα. 

Είπαμε εκεί στα ριζά του ΠΕΡΑΜΑΤΟΣ ο αδελφός του ΣΤΑΜΑΤΗ είχε ανοίξει καρβουνιάρικο,  μα μεγάλωσε την επιχείρηση, τώρα πουλάει και πάγο. Έξυπνος έμπορος, παντός καιρού, το χειμώνα ζέστα, το καλοκαίρι δροσιά. Βλέπετε Μεσοπόλεμος, λίγο προς το τέλος του, όλα πρωτόφαντα, καινούργια, σχετικά καλή ζωή και στις φτωχογειτονιές. Τα μεγάλα αρχοντικά του ΠΕΙΡΑΙΑ μα καμιά φορά και τα μικρά, τα λιγότερο μεγάλα, έτσι για να ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους (και η εικόνα είναι μέρος της ζωής και για μικρούς και για μεγάλους) έχουν ψυγείο το λέμε τώρα, λειτουργούσε με πάγο για να κρατά το φαΐ φρέσκο εκεί που ήταν αρκετό και περίσσευε μα κι εκεί που ήταν μετρημένο και λειψό. Φρέσκο και δροσερό στις κάψες το καλοκαιριού και το νερό για τους μουσαφιραίους. Τότε δεν ξέραμε, ούτε και η ΡΗΝΙΩ, ότι θα ‘ρχονταν μέρες και χρόνια που δεν θα είχαμε όχι φαΐ μα ούτε και σταφίδες, μπλιγούρι, αλεύρι για ψωμί στο φούρνο του ΠΑΝΑΓΗ. 

Έτσι είχε μείνει το όνομα, ο φούρνος του ΠΑΝΑΓΗ, κι ας είχε κλεφτεί χρόνια τώρα με την ΚΑΡΔΕΡΙΝΑ του. Είπαμε τον φούρνο τον κράτησε η γυναίκα του με τον γιο της. Μα το όνομα έμεινε.

Λοιπόν τα μικρά ψυγεία, ξύλινα με δυο πορτούλες, μια πάνω για τον πάγο που οι έξυπνες νοικοκυρές τον τύλιγαν με λινάτσα σαν φασκιωμένο παιδί για να κρατά τάχα πιο πολύ, να μη λιώνει εύκολα και γρήγορα το τέταρτο της παγοκολώνας που αγόραζαν από το παγοποιείο του ΣΤΑΜΑΤΗ. Στο κάτω μέρος το άλλο πορτάκι με δυο ράφια για να βάζουν το φαΐ τους για δροσιά. 

Στη γειτονιά της ΡΗΝΙΩΣ δεν είχε κανείς ψυγείο, πολυτέλεια αυτό. Η ΡΗΝΙΩ έλεγε “Δεν περισσεύει φαΐ γιατί ποτές δεν φτάνει. Τι το θέλουμε το ψυγείο; Χρειαζόμαστε περισσότερο, μαγειρεύουμε λιγότερο. Πάντα θα υπολείπεται από το στομάχι μας, που το έχουμε συνηθίσει στο λίγο, για καλό δικό του και για την υγεία μας”, έλεγε. 

Εκεί, σε μια επίσκεψη στην ΚΑΤΡΙΝ, στο μουσικό διδασκαλείο, που έγραφε η μικρή ταμπελίτσα με τα χρυσά γράμματα στην ξώθυρα του σπιτιού της. Δυο δωμάτια, το ένα για τους αυριανούς μουσικούς, με το πιάνο στη μέση και γύρω του οι μικροί μαθητές. Το άλλο δωμάτιο ο προσωπικό χώρος της ΚΑΤΡΙΝ. Εκεί γνώρισε τον ΛΕΥΤΕΡΗ. Ήταν δεν ήταν 15χρονος, δούλευε στο καρβουνιάρικο-παγοποιείο του ΣΤΑΜΑΤΗ. Είχε πάει τον καθημεριό πάγο στην ΚΑΤΡΙΝ, ήταν απ’ τους πρώτους που πήραν ψυγείο στην περιοχή, ίσως και η μοναδική, μια που είχε πάντα φαΐ να περισσεύει τώρα πια. 

Όλες οι δουλειές πάνε καλά, έλεγε της ΡΗΝΙΩΣ, αφού πάντα την ευχαριστούσε για τη στήριξή της όταν τη χρειαζόταν. 

Έτσι ο μικρός ΛΕΥΤΕΡΗΣ θα έπαιζε έναν καθοριστικό ρόλο στο κάδρο της ζωής της. Ήταν ένα αγόρι αχαμνό, δεν το έβαζε το μάτι σου, φτενό σαν το καινούργιο φεγγάρι, ένας γαβριάς που ολημερίς με ένα αυτοσχεδιο καρότσι από το λιμάνι, ψαροκασέλα πρέπει να ήταν πρωτύτερα, και δυο ρόδες που έκαναν τόσο θόρυβο στο χωματόδρομο μα και στο τσιμεντόδρομο, που οι νοικοκυράδες το γνώριζαν από το θόρυβο, δεν χρειαζόταν να χτυπά την πόρτα τους για να βγουν να πάρουν το τέταρτο. Δύο μακριά χερούλια, τιμόνια στο καρότσι, που όταν ήταν φορτωμένο έπρεπε να σηκωθεί στις μύτες των ποδιών του για να τα φτάσει. 

Αφού έκανε τις συστάσεις η ΚΑΤΡΙΝ στη ΡΗΝΙΩ, νάτο πάλι το μαργαριτάρι στην άκρη του ματιού της, κοντά στον κρόταφο, σπίθιζε, σημάδι ότι μπορεί και θέλει να την εμπιστευτεί, να γίνει δικός της άνθρωπος. 

Τον χειμώνα ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ σάκιαζε και ζύγιζε κάρβουνα και πυρήνα για τους μικρότερους εμπόρους, μα και σε νοικοκυραίους που είχαν μαγκάλι για ζέσταμα, είπαμε δουλειά για χειμώνα και για καλοκαίρι. 

Από πολύ πρωί παίρνει τους δρόμους, γιατί ο θάνατός του πάγου, το λιοπύρι, κατάφερνε να του θυμίζει την αρχική του μορφή, πριν πάρει μια γερή δόση αμμωνίας, να τον κάνει πάλι νερό, να τον τιμωρήσει για τη ματαιοδοξία του. 

Κάθε χρόνο ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ τον μετρούσε με ένα ζευγάρι παπούτσια που έλιωνε στο δρόμο με το καρότσι τρέχοντας, γιατί ο χρόνος για τον πάγο ήταν σωτήρας, μα και για τον ΛΕΥΤΕΡΗ, που πεινασμένος, υδροκοπώντας και φτενός, μέτραγες τα πλευρά του, θα έβρισκε πιο γρήγορα το απάγκιο του και τη δροσιά του παγοποιείου. 

 

Η ΙΚΑΡΙΩΤΙΣΣΑ



-ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ-