Τα δυο ζευγάρια της ιστορίας μας δεν τα είχε δει, ύστερα από τη φορά που πέρασαν μπροστά του από το “Αιάκειον” και δεν του μίλησαν, αλλά ούτε και αυτός είχε δείξει ενδιαφέρον να τους μιλήσει.
Είχε σκοπό να κρατήσει αποστάσεις, όχι γιατί δεν συμπαθούσε τα δύο ζευγάρια, το αντίθετο συνέβαινε, αλλά γιατί ένιωθε την ανάγκη να αποστασιοποιηθεί καθώς ο νέος χρόνος είχε έρθει γεμάτος προσδοκίες για τα καλύτερα αν και επί του παρόντος ήταν μόνο ελπίδες που ανέμεναν να ευοδωθούν.
Ένιωθε πως θα χανόταν σε σκέψεις γι αυτό δεν σταμάτησε τη βόλτα του και τα βήματα του οδήγησαν ως τη θέση “Πλακάκια”, όπου βρίσκεται το σπίτι που έζησε για 20 σχεδόν χρόνια ο Καζαντζάκης.
Κάνει συχνά αυτή τη βόλτα κάθε φορά που βρίσκεται στην Αίγινα. Τον ξεκουράζει η διαδρομη αλλά και η θέα, που είναι μοναδική σε όλη την έκτασή της.
Αισθάνεται χαρά που το 2024 τον βρήκε στο αγαπημένο του νησί με το οποίο τον συνδέουν πολλές και σημαντικές αναμνήσεις.
Έχει ρομαντική διάθεση ο γράφων σε αυτή του την εξόρμηση και συγχρόνως μια χαλαρότητα που πολύ την χαίρεται.
Και όπως είναι χαλαρός και το βλέμμα του απολαμβάνει το τοπίο, βλέπει να έρχεται προς το μέρος του η Μήντια Γουηβέριου Γουηβεράκου.
Ξαφνιάζεται γιατί δεν πίστευε πως θα την έβλεπε μπροστά του και μάλιστα σε αυτό το σημείο του νησιού.
Προσπάθησε να κρύψει την έκπληξή του όμως η Μήντια το κατάλαβε και του είπε πως τον αναζητούσε από την πρώτη στιγμή που επέστρεψε στην Αίγινα.
Του εξιστόρισε μάλσιτα όσα είχε πει και στο Αρχοντικό στα δύο ζευγάρια, ενώ δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στον Σώζοντα Γουηβέριο, χωρίς ωστόσο να πει περισσότερες λεπτομέρειες γι’ αυτόν.
Ο γράφων άκουγε χωρίς να μιλάει, θέλοντας να καταλάβει που το πήγαινε η Μήντια, η οποία, τελειώνοντας τα όσα του έλεγε, του ανέφερε πως χρειάζεται τη βοήθειά του.
-ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ-