Ο γράφων εκνευρίζεται αλλά η μουλαρίσια επιμονή που τον διακρίνει όταν θέλει να φτάσει στον στόχο του τελικά τον οδηγεί να βάλει σε κάποια σειρά το περιεχόμενο των σημειωμάτων και να μπορεί να διαβάσει το ακόλουθο κείμενο:
“Οι Γουηβέριοι είμαστε-είναι παμπάλαιοι. Οι Γουηβεράκοι έρχονται-ήρθαν μετά. Είμαστε αντίπαλοι αλλά και συγγενείς. Μη ρωτάτε τίποτα που δεν θα απαντηθεί. Γουηβέριοι εναντίον Γουηβεράκων αλλά δεν φταίνε. Ποιοι φταίνε; Κανένας να μην μάθει όσα δεν χρειάζεται να ξέρει πως……. αφού υπάρχει……. και συνεπώς όλα είναι έτσι όπως……. πάλι. Καμία απορία όπως τόνιζε και ο Γ……. να μην μαθευτεί σε κανέναν και σε καμία περίπτωση πως……”.
Αυτά μπόρεσε και διάβασε ο γράφων με τη σειρά που έβαλε τις λέξεις στο αλλοπρόσαλλο κείμενο και με τις σχετικές επτά σε κάθε περίπτωση τελείες.
Τα άλλα γράμματα δεν σχημάτιζαν φράσεις αλλά ήταν πολύ μικρά και άλλα ήταν εντελώς καλικατζούρες.
Νόημα εν ολίγοις δεν έβγαινε και ο γράφων εκνευριζόταν πως ενώ νόμιζε πως είχε κάτι καταφέρει, τελικά δεν είχε καταφέρει τίποτα.
Πρόσεξε πάντως πως κάποια γράμματα όπως Α-Ε-Ι-Μ-Π-Ρ-Ε-Χ-Ο-Ν-Τ-Α σχημάζιταν ως ακροστιχίδα μια λέξη ΑΕΙΜΠΡΕΧΟΝΤΑ, που όμως δεν ήξερε τι σημαίνει.
-ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ-