Πάρτε παράδειγμα την «οικογενειοκρατία».
Η οικογενειοκρατία υπάρχει στην πολιτική πολύ περισσότερο απ’ όσο φαίνεται. Παρατηρήστε πόσες φορές πολιτικοί, κατά κύριο λόγο αποκλίνοντα άτομα που απασχολούν τη δημοσιότητα, φέρνουν στο προσκήνιο την επίσης αποκλίνουσα οικογένειά τους και κατά κανόνα τον σύντροφο και τους γονείς τους.
Η κοινωνία βλέπει εκεί οικογενειακή διαπλοκή. Η Παιδαγωγική Ψυχολογία, όμως, βλέπει ανθρώπους ψυχικά εγκλωβισμένους σε οικογενειακά συμπλέγματα και παθολογίες.
Η κοινωνία βλέπει «κουμπάρους», «ξαδέρφια» και «μπαρμπάδες», διαπλεκόμενους και βολεμένους. Η κοινωνική επιστήμη, όμως, βλέπει την ολέθρια αδυναμία μιας οικογένειας να έχει αυθεντικές ανθρώπινες σχέσεις, οπότε τις υποκαθιστά – σχεδόν τις εξαγοράζει – με ενδοοικογενειακές οικονομικές συναλλαγές.
Είναι τραγικό, για παράδειγμα, πώς ο «ανάδοχος» του νεοφώτιστου, ο νονός που θα γίνει πνευματικός γονιός του μικρού χριστιανού, ταυτίζεται υποσυνείδητα με τον «ανάδοχο» ενός έργου και δει ενός δημοσίου έργου.
Αξίζει, επίσης, να παρατηρήσει κανείς πώς οι γνωστές στρεβλώσεις της εγχώριας οικογενειακής κουλτούρας που στραγγαλίζουν ψυχικά την ατομική ελευθερία των νέων ανθρώπων και κατατρώγουν τα νέα ζευγάρια, έχουν το ανάλογό τους στις λεγόμενες «πολιτικές οικογένειες» αλλά και όλους του οικογενειακούς πόλους της λεγόμενης «ισχύος» και «εξουσίας».
Τυχαία επιλέγουμε για ηγέτες ψυχολογικά εγκλωβισμένους γόνους;
Οι «ηγέτες-γόνοι», μεγαλωμένοι είτε με τεράστια υφέρπουσα οικογενειακή πίεση να συνεχίσουν την πολιτική «παράδοση», είτε απλά προσπαθώντας να κερδίσουν την πολυπόθητη για όλους μας «αναγνώριση των γονιών», τί άλλο είναι από ανελεύθεροι, εγκλωβισμένοι από την οικογένειά τους άνθρωποι;
Φαντάζεστε τη ζωή ενός ανθρώπου που από τη γέννηση ως το θάνατό του προσπαθεί να γεμίσει με πλούτη, εξουσίες, επιβολή, ένα ψυχικό δοχείο χωρίς πάτο; Ενός ανθρώπου που δεν γνωρίζει ποτέ την ομορφιά της ζωής όπως την έχει δείξει η επιστήμη, η φιλοσοφία, η θρησκεία – αν θέλετε –, η τέχνη, παρά αναλώνεται όντας σπουδαγμένος αλλά αμόρφωτος, από τα γεννοφάσκια ως το σάβανό του στο κυνήγι όλων αυτών που περίτρανα αποτελούν τη ματαιότητα της ζωής;
Όχι μόνο θα πρέπει να αγνοήσει κάθε ανθρώπινη αξία και κάθε φιλοσοφική – επιστημονική – θρησκευτική προτεραιότητα, αλλά θα πρέπει να τις απορρίψει. Θα πρέπει να πείσει τον εαυτό του, τους άλλους, αν γίνεται και ολόκληρο το έθνος του, ότι οι πραγματικές αξίες είναι αυτές που πρεσβεύει μια πολιτική ζωή σαν την σύγχρονη, η οποία στερείται κάθε πνευματικότητας και αξίας. Έχει έτσι διπλό άχθος και για τον εαυτό του και για τους άλλους.
Ο ψυχικά και πνευματικά παραπλανημένος άνθρωπος, βέβαια, θα βρει το ταίρι του. Θα γεννήσει τα παιδιά του, μάλλον καθ΄ ομοίωση, θα βρει και τους οικείους του. Δεν θα είναι όμως τίποτε άλλο όλοι μαζί, από μια κοινότητα αναπαραγωγής ψυχικών εγκλωβισμών, που τους ενώνει η πλάνη τους, που η πλαστή ζωή θα αποτελεί τη μόνη συγκολλητική ουσία στον απάνθρωπο για τους ίδιους βίο.
Και η σκληρότερη τιμωρία έρχεται όταν μια κοινωνία για να αποφύγει το βάρος της ηγεσίας με αξίες, ένα βάρος διαχρονικά δυσβάσταχτο για τους πολίτες, θυματοποιεί επιπλέον τους εγκλωβισμένους αυτούς «ηγέτες». Πού θα βρεθούν καλύτεροι «αποδιοπομπαίοι τράγοι», για να κατηγορηθούν για την έλλειψη δικαίου και αξιών από αυτούς τους «αυτόματους» ηγέτες;
Η διαδικασία του «ηγέτη-γόνου», πάντα στην ιστορία έβγαζε τους πολλούς από τη δύσκολη θέση να αναλάβουν την ευθύνη μιας δίκαιης, ισόνομης πολιτείας. Ο «ένας» ηγέτης - γόνος, όσο αποτυχημένος είναι, τόσο πιο λυτρωτικά λειτουργεί για τον «φόβο μπροστά στην ελευθερία» των «πολλών». Για το θέμα αυτό, όμως θα γράψω παρακάτω.
Τί σχέση έχει όμως η πολιτική με την ψυχοπαθολογία;
Το ευκολότερο πράγμα για έναν πολιτικό είναι να μην έχει επαφή με την πραγματικότητα και το δυσκολότερο είναι να έχει. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς όταν έστω και λίγο τους συναναστρέφεται ότι αργά η γρήγορα οι πολιτικοί φτιάχνουν τη δική τους «πραγματικότητα», με τρόπο ώστε να δικαιολογούνται ηθικά οι «νομικές» τους πράξεις.
Είναι δύσκολο η πραγματικότητα του πολιτικού να μην τείνει να είναι το αντίβαρό του στα προσωπικά παιδαγωγικά και ψυχολογικά ελλείμματά του. Άλλωστε όλων μας οι επιλογές τέτοιας κλίμακας είναι κάποιας μορφής «αντίβαρα».
Εφόσον δεν πρόκειται για προσωπικότητες εμφανώς στρατευμένες στις αξίες του ανθρώπου (εύκολα το καταλαβαίνει κανείς από τους αξιακούς συμβιβασμούς και τις πράξεις αξιοπρέπειας που κάνουν ή δεν κάνουν), εφ’ όσον αδυνατούν να αποστασιοποιηθούν από τις παθολογίες του ηγέτη, όπως ο συγκεντρωτισμός, η διγλωσσία, η άρνηση αυτοβελτίωσης και η αυθεντία, είναι πρακτικά αδύνατον οι πολιτικοί να μην ζουν στη δική τους πραγματικότητα.
Όμως η επαφή με την πραγματικότητα είναι και ο ορισμός της ωριμότητας.
Καταλαβαίνετε, λοιπόν, αγαπητέ αρχισυντάκτη, πως οι πολιτικοί, εγκλωβισμένοι σε μία πραγματικότητα πλαστή, βασισμένη στην ψυχολογία τους και όχι στις ζωές των ανθρώπων που καλούνται να ηγηθούν, δεν έχουν καμία επαφή με την πραγματικότητα, καταλήγοντας τελικά να είναι οι άνθρωποι αυτοί ο «ορισμός της ανωριμότητας».
Δεν έχουν καμία επαφή με τον πραγματικό κόσμο, δηλαδή το περιβάλλον, τη φύση, το κλίμα, τον πλανήτη, τους συνανθρώπους, τα συναισθήματα, το παρελθόν και το μέλλον της ανθρωπότητας, κάθε τί ελάχιστο ή τεράστιο, πλην όμορφο και αληθινό στον πλανήτη, τις πνευματικές κατακτήσεις του Ανθρώπου καταλήγοντας τελικά να μην έχουν καμία επαφή με την ίδια την πραγματικότητα της ύπαρξής τους ως μέτοχο όλων των παραπάνω.
Ένας εκπαιδευτικός εκεί θα εστίαζε για να βοηθήσει ένα παιδί. Στο να το επαναφέρει στην πραγματικότητα, δηλαδή στην θεραπεία της ανωριμότητάς του. Θα εστίαζε στην ανωριμότητά του και όχι στην ψευτιά του, ούτε στην κλεψιά του, ούτε καν στην βιαιότητά του.
Σε αυτό το τελευταίο κομμάτι, βέβαια, στην πολιτική τα πράγματα διαφέρουν. Ο πολιτικός δεν είναι άμεσα βίαιος – τουλάχιστον έτσι φαίνεται – αλλά μπορεί η ανωριμότητά του αυτή να στοιχίζει σε ανθρώπινες ζωές. Είναι πολλοί οι τρόποι που ένας, περισσότεροι ή και χιλιάδες πολίτες μπορεί να χάνουν τη ζωή τους από πολιτικές αποφάσεις ενός ανώριμου ατόμου.
Μήπως θα πρέπει να δούμε και αυτή την παράμετρο στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης διάγνωσης των προβλημάτων της πολιτικής διάστασης της κοινωνίας μας;
Η πολιτική αγωγή έχει μεγάλη σημασία για την πολιτική ζωή.
Ας αναρωτηθούμε γιατί το μοτίβο του «βασιλιά» και των «πριγκιπόπουλων» είναι κυρίαρχο ακόμη και στα σύγχρονα παραμύθια. Γιατί ακόμη και σήμερα, το παλάτι και οι υπήκοοι είναι μια βολική επιλογή για το «πολιτικό σκέλος» των παιδικών αφηγήσεων;
Επιλέγοντας να βάλουμε βασιλιάδες στα παραμύθια έχουμε αυτόματα λύσει το πρόβλημα της πολιτικής τοποθέτησης μπροστά στο παιδί, έχουμε αποφύγει μέσα στα διδάγματα του παραμυθιού να βάλουμε το «δύσκολο» ζήτημα της πολιτικής ζωής που ακόμη και σήμερα για τα εκπαιδευτικά συστήματα είναι ταμπού.
Βέβαια, η πολιτική έχει διαχρονικά σχέση με την υποκειμενικότητα, την στρατευμένη ηθική, την ανθρώπινη ροπή στο μίσος που γεννά η ιδιοτέλεια και η διαφθορά και πάντα αποτελεί στοιχείο ερεθισμού των ανθρώπων. Άλλωστε ο ερεθισμός και η πόλωση είναι εργαλεία της πολιτικής. Αρκεί όμως αυτό για να λείπει η ουσιαστική πολιτική αγωγή από την παιδική εκπαίδευση;
Επειδή, συνεπώς, η πολιτική αγωγή αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες αποτυχίες των σύγχρονων εκπαιδευτικών συστημάτων (τί άλλο δείχνει άραγε η καθημερινή πολιτική πραγματικότητα εθνικά και διεθνώς; ) επειδή, λοιπόν, η πολιτική αγωγή «δεν αρμόζει στα παραμύθια», το πολιτικό σύστημα της βασιλείας με τον αυτοματισμό της γονικής διαδοχής, «λύνει» σε αυτή τη φάση το πρόβλημα.
Φταίνε, άραγε (εκτός από το εκπαιδευτικό σύστημα) τα παραμύθια για την πολιτική ανωριμότητα, αυτή τη φορά των πολλών;
Όχι ακριβώς, γιατί τα παραμύθια ως βαθιά ψυχολογικοί και ασυνείδητοι μηχανισμοί μάθησης βασίζονται σε μια σημαντική ψυχολογική λεπτομέρεια: Το παιδί, ο αναγνώστης ταυτίζονται με το μέλος της βασιλικής οικογένειας, τα κορίτσια είναι δυνάμει πριγκίπισσες-βασιλοπούλες και τα αγόρια δυνάμει πρίγκηπες-βασιλόπουλα. Αυτό ισχύει για κάθε παιδί κι αυτό είναι μια μορφή «ισονομίας».
Έτσι άλλωστε δεν βλέπουν κατά κανόνα οι γονείς τα παιδιά τους και έτσι δεν νοιώθουν τα ίδια; Ακόμη και οι γονείς με το σχήμα αυτό έχουν την επιλογή να μην διδάξουν στα παιδιά τους βασικές πολιτικές αξίες.
Επίσης, τα παραμύθια δεν χάνουν ευκαιρία να δείξουν πως κάθε υπήκοος του βασιλείου θα μπορούσε «με το σπαθί του» να γίνει βασιλιάς, δίνοντας ένα θαυμαστό παράδειγμα προτεραιότητας στην ισονομία, που πρακτικά σε καμία ανεπτυγμένη χώρα σήμερα δεν ισχύει.
Το βάρος της συλλογικής πολιτικής ανωριμότητας στη σημερινή εποχή βαρύνει αποκλειστικά εμάς.
Μόνο που στη δική μας εποχή, τυπικά έχουμε απορρίψει τον ηγέτη-γόνο. Έτσι, όταν συνειδητά ή ασυνείδητα επικροτούμε και επιλέγουμε τον ηγέτη-γόνο που είδαμε ότι εξ ορισμού είναι ένας ψυχικά εγκλωβισμένος και με μαθηματική ακρίβεια ανώριμος άνθρωπος, όταν αδυνατούμε να παραδεχτούμε τις ψυχολογικές και πνευματικές ανεπάρκειες του πολιτικού, είμαστε κι εμείς υπόλογοι.
Υπόλογοι, αφενός γιατί δεν εμβαθύνουμε στο δικό μας κομμάτι ανωριμότητας ως πολίτες και δυνάμει ηγέτες σε μια ευνομούμενη πολιτεία, αφετέρου, γιατί εκμεταλλευόμαστε τον ανώριμο ηγέτη και κατά κάποιον τρόπο «κανιβαλίζουμε» πάνω του υποβιβάζοντάς τον από άνθρωπο με ψυχολογικές ανάγκες σε γκροτέσκο αποδιοπομπαίο τράγο – για να συνδεθούμε και με τα προλεγόμενά μας.
Μπορεί, άραγε η Παιδαγωγική να βοηθήσει την Πολιτική;
Ο κοινωνικός επιστήμονας θα εστίαζε να βοηθήσει το παιδί να απεγκλωβιστεί από όλες αυτές τις στρεβλώσεις που είδαμε και εύκολα, ίσως, δημιουργούν οι γονείς, οι κηδεμόνες, η κοινωνία στους νέους ανθρώπους.
Αναρωτηθείτε πως εκλέγουν τα προεδρεία τους τα παιδιά στο σχολείο, θυμηθείτε πώς στις πρώτες σχολικές ηλικίες ο «λαός» προτείνει τον χαρισματικό «ηγέτη», που δεν θέλει το βάρος της ηγεσίας γιατί είναι πραγματικά άξιος και σεμνός (το τελείως αντίθετό ισχύει στους ενήλικες) και θα καταλάβετε τί εννοώ.
Βέβαια είναι πολύ πιο εφικτό να θεραπεύσεις ένα παιδί στο σχολικό και οικογενειακό περιβάλλον, και ασύγκριτα δύσκολο να θεραπεύσεις έναν ενήλικα ηγέτη εγκλωβισμένο σε ένα σύστημα ανθρώπων όπου η ανωριμότητα και η ισχύς συμβαδίζουνε με αναλογική σχέση.
Ίσως αυτό εξηγεί την αδυναμία των κοινωνικών επιστημόνων να εστιάσουν στις απείρως πιο επικίνδυνες ψυχικές ασθένειές των «ισχυρών» που φέρνουν δυστυχία στους ανθρώπους και τη φύση του πλανήτη και περιορίζονται να θεραπεύουν την λεγόμενη «μάζα», που υποφέρει από ένα ηγεμονικό σύστημα ανώριμων ατόμων.
Άλλωστε, ούτε οι εκπαιδευτικοί, ούτε οι επιστήμονες γενικότερα είναι «θεοί». Αντιθέτως υπόκεινται στην «ανώριμη επιλογή» της κοινωνίας να χρηματοδοτούνται από τους ισχυρούς πλην ανώριμους – όπως περιγράψαμε – ηγέτες συνανθρώπους μας.
Όμως, η Παιδαγωγική τείνει να προτείνει ως μόνη καταφυγή για τον άνθρωπο και την κοινωνία του την ωριμότητα. Μήπως, αυτή θα είναι και η λύτρωση μιας κοινωνίας, ενός έθνους, ενός κατοικημένου πλανήτη σαν το δικό μας;
Καλή συνέχεια Καλοκαιριού
Η παραπαιδαγωγός
